- αρτώ
- (AM ἀρτῶ, -άω)κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείοαρχ.ἀρτῶμαι1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.)2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή ρηματικό σχηματισμό που συνδέεται με το αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω».ΠΑΡ. αρχ. αρτάνη, άρτημα, άρτησις (Ι).ΣΥΝΘ. αναρτώ, απαρτώ, εξαρτώ, προσαρτώ, συναρτώαρχ.διαρτώ, εναρτώ, επαρτώ, καταρτώ, παραρτώ, περιαρτώ, υπαρτώ, υπεραρτώ].
Dictionary of Greek. 2013.